λογχωτόν

λογχωτόν
λογχωτός
furnished with a point
masc acc sg
λογχωτός
furnished with a point
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λογχωτός — ή, ό (AM λογχωτός, ή, όν) [λόγχη] 1. αυτός που έχει στο άκρο του σιδερένια αιχμή 2. αιχμηρός σαν τη λόγχη, λογχοειδής μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από λόγχες ή είναι κοσμημένος με λόγχες («λογχωτοὶ χιτῶνες», Ιω. Λυδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”